- εὐπαράδοχος
- εὐ-παρά-δοχος, empfänglich, τινός, für etwas
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευπαράδοχος — εὐπαράδοχος, ον (Α) 1. (με ενεργ. σημ.) εύκολος, πρόθυμος να δέχεται 2. (με παθ. σημ.) ευκολοπαράδεκτος, ευπρόσδεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα δοχή (< παρα δέχομαι)] … Dictionary of Greek